- αλαφρο-
- Γλωσσ.α' συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη σύνθεσή του με ουσιαστικά ή επίθετα κυρίως, β) από το επίρρ. αλαφρά (ελαφρά) στη σύνθεσή του με ρήματα. Από την κύρια σημασία του «ελαφρά» πέρασε και στην υποκοριστική σημ. τού «μικρός-λίγο, μόλις» (πρβλ. αλαφρογιορτή, αλαφρόξενος κ.ά.).Σύνθετα που σχηματίζονται στην Ελληνική με τις δύο αυτές σημασίες είναι τα: αλαφρόγεμος, αλαφρογέρνω, αλαφρόγιομος, αλαφρογιορτή, αλαφρογλιστρώ, αλαφρόγνωμος, αλαφροδένω, αλαφροδιαβαίνω, αλαφροδιαβατάρης, αλαφροζυγιάζω, αλαφρόησκιος, αλαφροήσκιωτος, αλαφροκάμωμα, αλαφροκάνταρο, αλαφρόκαρδος, αλαφροκαύκαλος, αλαφροκοιμούμαι, αλαφροκόκαλος, αλαφρόκωλος, αλαφρολόγο, αλαφρόλογος, αλαφρομαγειρεύω, αλαφρόμυαλος, αλαφρονούσης, αλαφροντύνω, αλαφρόξινος, αλαφροξυλιά, αλαφροπαίρνω, αλαφροπαλάντζα, αλαφροπατώ, αλαφροπερπατώ, αλαφρόπετρα, αλαφροπηδώ, αλαφροπιάνω, αλαφρόπιοτος, αλαφρόπιστος, αλαφροπόδαρος, αλαφροποινίτης, αλαφροπούπουλο, αλαφροσαλεύω, αλαφροσέρνω, αλαφροσκεπάζω, αλαφρόσκολη, αλοφροσκυμμένος, αλαφροστοιχειώτης, αλαφρόστοιχος, αλαφρόστρατος, αλαφρόσυρτος, αλαφροτρέμω, αλαφρόυπνος, αλαφροφαντασμένος, αλαφροφέρνω, αλαφροφορτώνω, αλαφροχειμωνιά.
Dictionary of Greek. 2013.